εὐφόρως

εὐφόρως
εὔφορος
well
adverbial
εὔφορος
well
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εύφορος — η, ο (ΑΜ εὔφορος, ον) παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῑν», Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός 2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῑος εὐφόρων λάθαν… …   Dictionary of Greek

  • πάνυ — ΝΜΑ επίρρ. σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ («πάνυ πολλάς ψυχάς», Αισχύλ.) αρχ. 1. (με το ου) καθόλου, ουδαμώς («εὐφόρως δὲ οὐ πάνυ ἔχει», Ιπποκρ.) 2. (σε αποκρίσεις ως ισχυρό βεβαιωτικό) μάλιστα, βεβαιότατα 3. (με άρθρο) ὁ πάνυ ο περίφημος, ο… …   Dictionary of Greek

  • υγιεινός — ή, ό/ ὑγιεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό κλίμα» β. «περί τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», Ξεν.) 2. (για τροφή) θρεπτικός (α. «τα φρούτα είναι υγιεινή τροφή» β. «τῶν σιτίων τοῑς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”